λευκαστής

λευκαστής
ο [λευκάζω]
λευκαντής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”